- λιμώδης
- λιμώδηςfamishedmasc/fem acc pl (attic epic doric)λιμώδηςfamishedmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)λιμώδηςfamishedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιμώδης — ες (Α λιμώδης, ῶδες) [λιμός] πειναλέος, πεινασμένος («λιμῶδές τι ἀναφθέγγεσθαι», Πλούτ.) αρχ. πενιχρός, φτωχός («λιμώδης τράπεζα» φτωχικό, λιτό τραπέζι, Πλούτ.) … Dictionary of Greek
λιμώδη — λιμώδης famished neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λιμώδης famished masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λιμώδης famished masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμῶδες — λιμώδης famished masc/fem voc sg λιμώδης famished neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμώδεις — λιμώδης famished masc/fem acc pl λιμώδης famished masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμώδεσιν — λιμώδης famished masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμώδους — λιμώδης famished masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… … Dictionary of Greek
υπολιμώδης — ῶδες, Α ο κάπως πεινασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λιμώδης «πειναλέος, πεινασμένος»] … Dictionary of Greek